στομίς

στομίς
(-ίδος) η железный стержень (удил)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "στομίς" в других словарях:

  • στομίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομίς — ίδος, ἡ, Α βλ. στομίδα …   Dictionary of Greek

  • στόμις — εως, ὁ, Α (για ίππο) ατίθασος, σκληρόστομος, αυτός που δεν δέχεται το χαλινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + επίθημα ις, εως (πρβλ. γάστρ ις, εως)] …   Dictionary of Greek

  • στομίδας — στομίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλοστομίς — μυλοστομίς, ίδος, ἡ (Α) γομφίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος «γομφίος» + στομίς (< στόμα)] …   Dictionary of Greek

  • περιστομίς — ίδος, ἡ, Α 1. είδος ξύλινου οργάνου με το οποίο δοκίμαζαν το πάχος τών τόννων 2. σιδερένιος σφιγκτήρας γύρω από ένα στόμιο για συγκράτησή του, μέγγενη 3. φρ. «περιστομὶς φρέατος» στηθαίο πηγαδιού, φρόχειλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στόμα + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • προστομίδα — η / προστομίς, ίδος, ΝΑ εξάρτημα τών πνευστών οργάνων που έρχεται σε επαφή με τα χείλη τού εκτελεστή και διά μέσου τού οποίου αυτός φυσά και θέτει σε παλμική κίνηση τη στήλη τού αέρα που περιέχεται στον σωλήνα τού οργάνου παράγοντας έτσι ήχο, αλλ …   Dictionary of Greek

  • στομίδα — η / στομίς, ίδος ΝΑ μεταλλικό εξάρτημα τού χαλινού το οποίο εισάγεται στο στόμα τού αλόγου και στα άκρα τού οποίου προσαρμόζονται τα ηνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. θυλακ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»